Με το όνομα «αγουρέλαιο» ονομάζουμε το φυσικό λάδι που προέρχεται από τη σύνθλιψη από ελιές που δεν έχουν ακόμη ρυτιδωθεί και διατηρούν το πράσινο χρώμα τους. Το ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες ωμοτριβές ή ομφάκιο.
Για την αρχαία θεραπευτική το εκλεκτότερο εξ όλων των ελαιόλαδων ήταν αυτό που έδινε η αγριελιά, το ελαιόλαδο της πρώτης συμπίεσης (ομφάκινον), γνωστό στις μέρες μας ως αγουρέλαιο, που λαμβάνεται από την σύνθλιψη της ελιάς. Κατά τον Πλίνιο, το λάδι αυτό λαμβάνεται πρώτον πιέζοντας την ελιά όταν είναι ακόμη άσπρη (άγουρη), και δεύτερον όταν η ελιά αρχίζει να αλλάζει χρώμα χωρίς να έχει, ωστόσο , ωριμάσει.
Το Αγουρέλαιο είναι λάδι που παράγεται σχετικά πρώιμα, πριν ωριμάσει ο ελαιόκαρπος, ο οποίος είναι άγουρος και πράσινος. Αγουρέλαιο δεν ονομάζονται όλα τα φρέσκα ελαιόλαδα, παρά μόνο αυτό που παράγεται από άγουρο ελαιόκαρπο και η επεξεργασία του γίνεται την ίδια ή το πολύ την επομένη ημέρα.
Έχει λαμπερό πράσινο χρώμα που οφείλεται στις χλωροφύλλες του άγουρου ελαιοκάρπου οι οποίες προσδίδουν στο αγουρέλαιο μεγαλύτερες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Διαφέρει στην γεύση από το Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο καθώς είναι έντονα πικρό και κάπως πικάντικο με έντονα φρουτώδη γεύση από αρώματα της φρεσκοκομμένης άγουρης ελιάς.
Το αγουρέλαιο διατηρεί για λίγους μήνες τις ιδιότητες του, για αυτό και δεν είναι διαθέσιμο όλο τον χρόνο. Όσο περνάει ο χρόνος το αγουρέλαιο χάνει την έντονη γεύση του αλλά όχι τα θρεπτικά του συστατικά. Το αγνό αγουρέλαιο που δεν έχει περάσει καμία επεξεργασία ή φιλτράρισμα, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα εμφανίσει ένα ίζημα (μούρια) στον πάτο του δοχείου, το οποίο είναι φυσικό κατάλοιπο του ελαιολάδου και δηλώνει την αγνότητα του αγουρέλαιου.
Περιέχει όλες τις βιταμίνες και προβιταμίνες του ελαιολάδου, μέταλλα και πολυφαινόλες, που προστατεύουν τα κύτταρα από το οξειδωτικό στρες, το ενεργό οξυγόνο και τις ελεύθερες ρίζες.